-
1 повреждение
повреждение с 1) (травма) το τραύμα, η βλάβη· получить \повреждение παθαίνω βλάβη 2) (машины и т. п.) η βλάβη* * *с1) ( травма) το τραύμα,η βλάβηполучи́ть поврежде́ние — παθαίνω βλάβη
2) (машины и т. п.) η βλάβη -
2 ущерб
-а α.1. βλάβη, βλάψιμο• ζημιά• φθορά.• в ущерб здоровью σε βλάβη της υγείας•материальный ущерб υλική ζημιά•
причинить ущерб προξενώ ζημιά•
нанести ущерб επιφέρω βλάβη•
понести ущерб υφίσταμαι (παθαίνω) βλάβη•
-в себе για βλάβη του ίδιου (του εαυτού).
2. παρακμή, πτώση•ελάττωση•силы его на -е οι δυνάμεις του παρακμάζουν.
3. (ϊΐ-α το φεγγάρι) η χάση, το χάσιμο•ущерб луны το χάσιμο του φεγγαρ ιού•
луна на -е το φεγγάρι είναι στη χάση.
εκφρ.в -кому – προς βλάβη κάποιου. -
3 авария
ава́ри||яж ἡ βλαβη, ἡ ἀβαρία, ἡ ζημιά:потерпеть \аварияю παθαίνω βλάβη; предотвратить \аварияю ἀποτρέπω βλάβη. -
4 сдать
ρ.σ.μ.1. παραδίνω•сдать вещи на хранение παραδίνω τα πράγματα για διαφύλαξη•
сдать станок в отличном состоянии παραδίνω την εργατομηχανή σε άριστη κατάσταση•
сдать дежурство παραδίνω την υπηρεσία. сдать позицию παραδίνωτη θέση•
сдать оружие παραδίνω το όπλο•
сдать город παραδίνω την πόλη.
|| δίνω•сдать кровь на анализ δίνω αίμα για εξέταση•
сдать экзамены δίνω εξετάσεις•
сдать землю в аренту νοικιάζω τη γη.
2. επιστρέφω, γυρίζω•сдать книги в библиотеку δίνω πίσω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•
сдать сдачу δίνω τα ρέστα.
3. μοιράζω, διανέμω (παιγνιόχαρτα).4. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω (ένταση, ρυθμό κ.τ.τ.)•.5. αδυνατίζω, ενδίδω, εξασθενίζω• γεράζω. || (για μηχανές) χαλώ, παθαίνω βλάβη.1. παραδίνομαι•крепость -лась το φρούριο (οχυρό) παραδόθηκε•
армия -лась ο στρατός παραδόθηκε•
сдать в плен παραδίνομαι αιχμάλωτος.
2. ενδίδω, υποχωρώ (σε παρακλήσεις κ.τ.τ.),
См. также в других словарях:
κυλλώ — (I) κυλλῶ, άω (Α) τιμωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός. Η σημ. «τιμωρώ» θα πρέπει να προήλθε από τη στρέβλωση τών μελών τού σώματος που επιβαλλόταν ως τιμωρία]. (II) κυλλῶ, όω (AM) [κυλλός] καθιστώ κάποιον κουτσό, κουτσαίνω, στρεβλώνω μσν. μέσ. κυλλοῡμαι … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek
ζημιώνω — και ζημιώ (AM ζημιῶ, όω, Μ και ζημιώνω) [ζημία] 1. προξενώ σε κάποιον ζημιά, απώλεια, βλάβη, βλάπτω, παραβλάπτω (α. «μέ ζήμιωσες με αυτά που έκανες» β. μηδὲν ἢ μηδένα ζημιοῑ», Πλάτ.) νεοελλ. 1. παθαίνω ζημιά («ζήμιωσα από την επιχείρηση») 2.… … Dictionary of Greek